Ο Θεός, δεν είναι απλώς η Πρώτη Αιτία τού κόσμου. Δεν είναι απλώς ένα παντοδύναμο ον. Δεν είναι απλώς ένας Παντογνώστης. Πάνω απ' όλα, είναι ένας Θεός που ενδιαφέρεται ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ για τα πλάσματά Του. Με ένα ενδιαφέρον που φτάνει ως την αυταπάρνηση.
Γιατί ο Θεός ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ!
«Η ανθρώπινη επιστήμη παρέχει το μέσο για την έκφραση της εμπειρίας, αλλά είναι αδύνατο να μεταδώσει την γνώση, η οποία αληθώς σώζει, χωρίς την συνεργία της Χάριτος. Η γνώση του Θεού είναι γνώση οντολογική και όχι αφηρημένη - θεωρητική. Χιλιάδες και χιλιάδες επαγγελματιών θεολόγων λαμβάνουν τα ανώτατα πτυχία, ενώ στην σφαίρα του Πνεύματος παραμένουν κατ’ ουσία σε βαθειά άγνοια. Και τούτο, διότι δεν ζουν συμφώνα προς τις εντολές του Χριστού· λόγω δε τούτου στερούνται του φωτός της θεογνωσίας. Ο Θεός είναι αγάπη. Και η αγάπη αυτή αποκτάται δια της οδού της μετανοίας...»
Γέροντας Σοφρώνιος
Η αναγκαιότητα της θρησκευτικής πίστης σε κάθε λαό και η εσωτερική της ανθρώπινης ψυχής απαίτηση να πιστέψει σε μια ανώτερη δύναμη ήταν φυσικό να οδηγήσει και τους Έλληνες στον προσδιορισμό της εννοίας αυτής με μία μόνο λέξη: Θεός.
Α' Μέρος. Ετυμολογία
Στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους υπήρχαν διάφοροι διαλεκτικοί τύποι. Στον Όμηρο (Ιωνική διάλεκτος) υπάρχουν οι τύποι: ο θεός και η θεός. Στα Μυκηναϊκά: te-ό, όπως γράφεται στη μυκηναϊκή γραφή. Στους Αιολείς της Βοιωτίας η λέξη παρουσιάζεται ως θι-ός η σι-ός. Στα Λακωνικά: σι-ος, όπως στους Αιωλείς, σ αντί θ. Στα αρχαία Κυπριακά και Κρητικά: θι-ός. Σε άλλες διαλέκτους (Δωρικά): θεύς, αιτ. θεύν.
Στους εβδομήκοντα και στην Κ. Διαθήκη κλητ. θε-έ και θεός, ονομαστ. αντί κλητικής. Η λέξη παρουσιάζεται και σε πολλά σύνθετα: Αμφί-θεος, Τιμό-θεος, ισό-θεος.
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι συμφωνούν στο ότι η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη ή αμφίβολη. Από τη διερεύνηση που θ' ακολουθήσει διαπιστώνεται ότι πάντως δεν είναι με βεβαιότητα ετυμολογημένη.
Από την αρχαιότητα ήδη έγιναν προσπάθειες για την ετυμολόγηση της λέξης. Πρώτος ο Ηρόδοτος (2. 52) μας πληροφορεί ότι η λέξη Θεός προέρχεται από τους Πελασγούς της Δωδώνης, κατά τους οποίους οι θεοί ονομάστηκαν έτσι «ότι κόσμω θέντες τα πάντα πρήγματα και πάσας νομάς είχον». Παράγει δηλαδή τη λέξη από το ασθενές θέμα του ρήμ. τί-θη-μι (θ. θη, θε).
Μετά τον Ηρόδοτο ο Πλάτων στο έργο του «Κρατύλος 397C» υποστηρίζει ότι η λέξη θεός παράγεται από το ρήμ. θέειν = τρέχειν που κυριολεκτείται για κάθε κυκλοτερές πράγμα που φαίνεται ότι περιτρέχει και επανέρχεται εις εαυτόν (θο-ός = ταχύς, δηλώνει ενέργεια), διότι οι πρώτοι θεοί για τους αρχαίους ανθρώπους ήταν ο Ήλιος και η Σελήνη και τα λοιπά ουράνια σώματα που «διέτρεχαν» το διάστημα.
Άλλοτε κανείς δεν δίσταζε να συσχετίσει τον θεός προς το σανσκριτικό deva (αρχ. ινδική) και προς το λατ. deus και έτσι να αναγάγει τη λέξη στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα ΙFβ - ΔiFos, divus, ΔIFos > ΔIOS. Υποστηρίχθηκε όμως ότι οι φωνητικοί νόμοι της ελληνικής δεν επιτρέπουν τον συσχετισμό της ελλ. λέξης θεός με το λατ. deus, επειδή δεν υπάρχουν αντιστοιχίες στην απόδοση του λατ. d με το ελλ. θ σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.
Ο Κούρτιος λέει ότι το θεός είναι δυνατόν να παράγεται από τη ρίζα θεσ-σασθαι, και τότε η λέξη θα εσήμαινε τον ικετευόμενον, αυτόν προς τον οποίον προσεύχεται κάποιος (πολυ-θεσ-τος). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από τα σύνθετα: Θεσ-πέ-σιος, Θέσ-πια, Θέσ-φατος, Θέσ-κελος.
Το Θεσ-πέ-σιος π. χ. προέρχεται από τις λέξεις: Θεός και εσπον-είπον και έχει δύο σημασίες: Πρώτη, κυρίως επί της φωνής, ο ήχων, εξαισίως, εξόχως γλυκύς (αοιδοί, σειρήνες, τα έπη του Πινδάρου), και δεύτερη, αυτός που κανείς δεν μπορεί να προφέρει: επομένως, άφατος, ανέκφραστος, θειος, άρρητος. Θεσπεσίη βουλή = κατά τη θέληση ή απόφαση του θεού. Κατά τον ίδιο τρόπο σχηματίστηκαν: Θεσ-πις (Θεός και το ρ. (εν) σπειν <εν-ύ> έπω, με το επίθημα -το (παράβαλλε α-σπ-ετος) = αυτός που αναγγέλλεται από τον Θεό, θειος, πλήρης θείων λόγων, θεόπνευστος, θαυμάσιος. Θέσ-φατος (Θεός + φημί) = λαληθείς υπό του θεού, προορισθείς (fatalis), μόρος, θέσφατόν εστί = είναι γραφτό. Θεσ-κελος = θεσ-θεός + κέλομαι = κελεύω, παρακινώ, καλώ. Η λέξη επί προσώπων σημαίνει υπερφυσικός, θαυμαστός (divinus).
Πάλι όμως, μετά από τους συσχετισμούς αυτούς είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι η λ. θεός δεν σχετίζεται κατά κάποιον τρόπο προς τα συνώνυμα των άλλων Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών: π. χ. deva (σανσκρ.), deus (λατ.) και ότι, ενώ οι Έλληνες είχαν μαζί με τους αρχαίους Ινδούς και Ιταλούς το ίδιο όνομα για τον Θεό του αιθέρος: δηλ. Ζεύς, Dyaus (Ινδ.) Jovis (λατ.) και χρησιμοποιούσαν αντίστοιχα τα επίθετα: δίος (δίF-ος), dinyas (πρόφ. ντίνγιας), divinus, όμως για την έννοια της θεότητος οι Έλληνες χρησιμοποίησαν άλλον τύπο που αρχίζει από θ αντί από d.
Μία άλλη άποψη είναι η σύνδεση του ελλ. θεός με τα λατινικά: feriae = γιορτές (παράβαλλε σήμερα στα γερμανικά ferien=διακοπές), festus=ιερός, fanuus=ναός, επειδή υπάρχει αντιστοιχία του ελλην. θ με το λατ. f σε πολλές περιπτώσεις: π. χ. θηρ = θηρίο, fems=άγριος, femina (θηλυκή). Άλλη προσπάθεια ετυμολογίας είναι αυτή που υποθέτει ότι ίσως το ελλ. θεός να είναι συγγενικό με το αρμενικό di-k=πληθ. θεοί, θεωρούν, επομένως, πολλοί ως βασικό τύπο το αρμενικό *dheses, άρα το αρχ. ελλη. θεός από το dhesos, γιατί στα Ινδοευρωπαϊκά dd=θ, συνεπώς και στα ελληνικά. Απομένει όμως να εξηγηθεί εδώ η διαφορά e (μακρό) και e (βραχύ). Υπάρχει δηλ. και εδώ κάτι που δημιουργεί πρόβλημα.
Πιθανή ετυμολογία είναι από την Ινδοευρωπαϊκή ρίζα ΘFεσος, συγγενικό με το λιθουανικό (Ινδοευρωπ.) drasia= (πνεύμα). Υπάρχουν και στην περίπτωση αυτή αντιρρήσεις: 1) ότι το αρχ. ελλην. F δεν άφησε ίχνη στο μέτρο κατά την προφορά των στίχων και 2) ότι οι αρχαίοι Έλληνες φαντάζονταν τους θεούς των κυρίως η αρχικά τουλάχιστον, με σώμα, ως ανθρώπους (θρησκεία ανθρωπο-μορφική).
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή συνολικά η απάντηση στο ερώτημα: ποια είναι η ετυμολογία της λ. Θεός, παραμένει αβέβαιη.
Είναι άραγε τυχαίο αυτό η γιατί ο Θεός, αφού ως έννοια είναι ασύλληπτος από τον πεπερασμένο ανθρώπινο νου, δεν επιδέχεται γνωστική διερεύνηση και η λέξη με την οποίαν τον ονομάζουν οι άνθρωποι;
Β' Μέρος. Σημασιολογία
Ως προς τη σημασία της η έννοια Θεός εμφανίζει μια εξέλιξη. Οι αντιλήψεις περί Θεού διαμορφώθηκαν στους μυθικούς χρόνους, ανάλογα με το πολιτιστικό επίπεδο των διαφόρων λαών.
Στον Όμηρο (Επικοί και Ίωνες) έχει η λέξη δύο σημασίες; Μία γενική, χωρίς το άρθρο, στον ενικό θεός ή στον πληθ. θεοί και δηλώνει τη θεότητα, την έννοια του θείου, χωρίς να είναι δυνατό, ν' αναγνωριστεί μία έννοια μονοθεϊσμού. (Οδ. ξ΄ 444: θεός δε το μεν δώσει, το δ' εάσει), και δεύτερη, με τη μερική σημασία για τους πολλούς θεούς της ελληνικής πολυθεΐας: θεός τις = ένας από τους θεούς (Οδ. ι’ 142: και τις Θεός ηγεμόνευε νύκτα δι' ορφναίην).
Από την έννοια αυτή προέκυψε: θεός Ζευς, «άριστος ανδρών τε θεών τε». Υπήρχε και ο τύπος του θηλυκού: θεά και στα Λακωνικά; σιά (Ιλ. Ξ. 315), αντίθετο του γυνή, συχνά με άλλο επίθετο: Παλλάς θεά (Αθηνά), σεμναί θεαί (Ερινύες), Θεαί νύμφαι, μούσαι θεαί τ' αοιδοί, αλλά γινόταν και ο διαχωρισμός «τοις θεοίς εύχομαι πάσιν και πάσαις» (Δημ. 225), «μήτε θήλεια θεός, μήτε τις άρσην» (Ιλ. Θ. 7). Άρα το θηλ. θεά υπάρχει και στην εποχή του Ομήρου, αλλά όχι σε συχνή χρήση, όπως έγινε στην αττική αργότερα, τον 5ο αιώνα π. Χ.
Οι ομηρικοί θεοί εκπροσωπούν το τελειότατο, το μέγιστο, το κάλλιστο, από φυσική όμως άποψη. Είναι παράδειγμα υπεροχής και καλλονής, είναι ισχυρότεροι από τους ανθρώπους, είναι τα τελειότατα των όντων. Και οι ήρωες που τους πλησιάζουν επαινούνται με τις φράσεις: ίσα θεός, θεοειδής, θεοείκελος. Κυβερνούν το ανθρώπινο γένος, την ανθρώπινη ζωή κυρίως, αλλά κατά κάποιον τρόπο και τον κόσμο: «Ζευς και Πλούτων και Ποσειδών διενείμαντο την εξουσίαν». Είναι αθάνατοι, απαλλαγμένοι από το γήρας και τις νόσους (θεοί ρήϊα ζώοντες), υπέρτεροι καλά πολύ στη σοφία και γνώση από τους ανθρώπους, αλλά κατά την ηθική τους υπόσταση, είχαν τις ίδιες επιθυμίες και πάθη, και δεν ήταν εξασφαλισμένοι από κάθε δυστύχημα (θρησκεία ανθρωπομορφική).
Δίνουν όλα τα αγαθά η τις συμφορές στον άνθρωπο, τα αιφνίδια και απροσδόκητα εξ ου και το επίρρημα: θεόθεν και τα πράγματα γίνονται συν Θεώ, συν γε θεοίσιν, ούτοι άνευ θεού (non sine deis). Λέγεται και υπέρ θεόν = εναντίον του θελήματος, του Θεού κατά θεόν (divinitus) = σύμφωνα με το θέλημά του, «κατά θεόν ειρημένα» (Π λ. Νόμ. 682Α), θεών βουλομένων (diis faventibus).
Όταν όμως ο άνθρωπος επισύρει από τα σφάλματα και ανομήματά του τη δυστυχία του, αυτή είναι τιμωρία της Μοίρας, τις αποφάσεις της οποίας οι θεοί δεν μπορούν να μεταβάλουν (ανάγκα και θεοί πείθονται). Επειδή η έννοια του θείου συνδέεται άμεσα με την έννοια του ύψους, οι Έλληνες όρισαν κατοικία των θεών τους στον Όλυμπο και τον Ουρανό (Ολύμπιοι θεοί, Ουρανίωνες). Εμφανίζονται στους ανθρώπους με άλλη μορφή ή περιβεβλημένοι με νέφος.
Εκτός από τους Δώδεκα θεούς, που ο καθένας όριζε μέρος του σύμπαντος, οι Έλληνες λάτρευαν και άλλες θεότητες κατώτερες, όπως: οι νέρτεροι θεοί=του κάτω κόσμου (Πλούτων και Περσεφόνη). Χθόνιοι θεοί = δευτερεύοντες θεοί, που ταυτίζονται με τοπικά πνεύματα, τους φύλακες αγγέλους, τους δαίμονες.
Συχνά οι Έλληνες ορκίζονταν στους θεούς και ο όρκος ήταν Ιερός και απαραβίαστος, με τις φράσεις: νή, μά τους θεούς, και στον δυϊκό αριθμ. νή τω Θεώ (Δήμητρα και Κόρη), ναι τω σιώ (στους Σπαρτιάτες, για τον Κάστορα και Πολυδεύκη), νή τοις δώδεκα θεοίς και τοις σεμναίς θεαίς (Ερινύες), προς Διός και των θεών (συχνά στους τραγικούς), θεός ίστω, Ζευς ίστω (Σοφ. Ο. Τ. 522), όπως λέμε σήμερα: μάρτυς μου ο Θεός.
Οι παραπάνω περί θεού και θεών ομηρικές αντιλήψεις παρέμειναν ίδιες σχεδόν μέχρι τα τέλη της αρχαιότητος. Παράλληλα όμως, στην εποχή του Σωκράτη, ο Πλάτων αναπτύσσει την τελολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού (ως λογικού όντος και δημιουργού, αφού υπάρχει η σκοπιμότητα στη φύση). Το σπουδαιότερο είναι ότι μιλά για τον ένα και μόνο Θεό, στον διάλογό του «Κρίτων, κεφ. 8». «Ο εις και αυτή η αλήθεια», εδώ η λέξη αλήθεια χρησιμοποιείται με τη μεταφυσική της σημασία, ως απρόσωπη έννοια και ως ουσιώδες γνώρισμα του «όντως όντος» και ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό (όπως στον Χριστιανισμό αργότερα: «εγώ ειμι η αλήθεια». Μιλά ακόμη ο Πλάτων για την αθανασία του Θεού «πλάττομεν Θεόν, αθάνατόν τι» (Πλάτ. Φαίδρ. 246C), για την Παντογνωσία του, «ει ορθώς η μη, Θεός οίδεν» (Πλάτ. Φαίδρ. 266, Πολιτ. 517Β), για την αγαθότητα του Θεού. «ουκούν αγαθός ο Θεός» (Πλάτ. Πολιτ. 379Α) και για το ένα πρόσωπό του «ήκιστ' αν πολλάς μορφάς ίσχοι ο Θεός» (Πλάτ. Πολιτ. 381Β).
Ο Αριστοτέλης ανέπτυξε την κοσμολογική απόδειξη για την ύπαρξη του Θεού (αφού υπάρχει το αποτέλεσμα, το σύμπαν, πρέπει να υπάρχει και η κινητήρια αρχή) όπως επεσήμανε ο Πλάτων: «ο Θεός πάντων αν είη αίτιος» (Πλάτ. Πολιτ. C). Και ο Σωκράτης έκλεισε την απολογία του λέγοντας: «Τώρα είναι ώρα, για να φεύγω, εγώ, για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε, ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνο ο Θεός», λυτρωμένος, γαλήνιος και βέβαιος πια για την αθανασία της ψυχής.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι της κλασικής εποχής με το σπερματικό τους λόγο για τον ένα και μόνο Θεό, για το υπέρτατο αγαθό, άνοιξαν τον δρόμο και προετοίμασαν το έδαφος για τον Χριστιανισμό.
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε επίσης και ο από μηχανής θεός (deus ex machina). Είναι ένα δραματουργικό και σκηνικό τέχνασμα του ποιητή, που εμφανίζει αφ’ υψηλού στο θεολογείο, ξαφνικά μία θεότητα, όταν τα ανθρώπινα δεδομένα οδηγούνται σε αδιέξοδο, γιατί έχουν περιπλακεί τόσο, ώστε ο ποιητής να ζητήσει την επέμβαση του θεού, ο οποίος διαλύει τη σύγκρουση και δίνει την απότομη λύση στα δρώμενα (Αθηνά, Ηρακλής και ο Δίας στην απωλεσθείσα Τραγωδία του Αισχύλου «Ψυχοστασία»). Αλλά και σήμερα χρησιμοποιείται η έκφραση για οποίον εμφανίζεται απρόοπτα σε κρίσιμο σημείο μιας οποιασδήποτε υπόθεσης και δίνει τη λύση σε κάποια μορφή σύγκρουσης «ήρθες σαν Θεός, ο Θεός σ' έστειλε», η χρησιμοποιείται και η ίδια η αρχαία φράση.
Θα κλείσουμε τους αρχαίους χρόνους στην Ελλάδα, αφού αναφερθούμε σύντομα και στον Άγνωστο Θεό, που τον λάτρευαν σε βωμό με την επιγραφή: τω Αγνώστω Θεώ». Είναι γνωστό το επεισόδιο με τον Απόστ. Παύλο, όταν διερχόμενος από την Αθήνα, στάθηκε εν μέσω του Αρείου Πάγου και είπε στο συγκεντρωμένο πλήθος: «ο ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτο εγώ υμίν καταγγέλλω» (Πράξ. 17, 24). Και άλλοι συγγραφείς αναφέρουν ότι η πίστη στον Άγνωστο Θεό δεν ήταν κάτι το αποκλειστικό για την αρχαί Αθήνα, αλλά η λατρεία του ήταν ευρέως διαδεδομένη και στις άλλες πόλεις. Χαρακτηριστική είναι η πληροφορία του Παυσανία: «βωμοί δε θεών τε, ονομαζόμενων αγνώστων και ηρώων» (Αττικά 1, 4).
Υπήρχε και ο όρκος: νή τον άγνωστον θεόν.
Οι Χριστιανοί θεολόγοι υποστηρίζουν ότι ο ανεξερεύνητος Θεός της Αγ. Γραφής αποτελεί έννοια συγγενική με τον Άγνωστο Θεό των αρχαίων Ελλήνων και θα λέγαμε ότι είναι ο Α. Θ. το τελευταίο στάδιο της θρησκευτικής αναζήτησης του ανθρώπου πριν από την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία.
Παλαιά και Καινή Διαθήκη
Σε αντίθεση με τις πολυθεϊστικές και ειδωλολατρικές θρησκείες της αρχαιότητας, στην Π. Δ. αναφέρεται ότι ο Θεός είναι ένας και μόνος.
Ο τοπικός και φυλετικός Θεός Γιαχβέ μετατράπηκε σε πανεβραϊκό και αργότερα σε μοναδικό Θεό και Παντοκράτορα, τον Ιεχωβά: Λέξη εβραϊκή, που σημαίνει: ο ων, ο υπάρχων, ο ζων. Οι ιδιότητες του χαρακτηρίζονται με τα επίθετα: Παντογνώστης, Πάνσοφος, Παντοδύναμος, Παντοκράτωρ, που δημιούργησε τα πάντα, προνοεί, συντηρεί και κυβερνά τον κόσμο. Στην αραμαϊκή είχαν και τη λέξη αββά από το Εβρ. Άβ, που δηλώνουν και οι δύο: Πατήρ. Οι ελληνιστές Εβραίοι διετήρησαν τη λέξη αββά, ως ευφωνότερη από το ελληνικό πατήρ.
Εκφράζει δε τρυφερότητα των τέκνων προς τους γονείς, όχι μόνο προς τον πατέρα, αποδίδεται ακόμη προς τον πάππο, τον ευεργέτη, προς ηγεμόνες και ιερείς (γι' αυτό και μέχρι σήμερα η λ. αββάς χρησιμοποιείται από την Καθολική Εκκλησία για την ονομασία των ιερέων).
Στην Κ. Δ. λέγεται: Πατήρ, ο Θεός. Η ονομασία του Θεού-Πατρός αποδίδεται στο α΄ πρόσωπο της Αγ. Τριάδος. Ο Θεός απεκαλύφθη ως Πατήρ, ως Υιός και ως θείο Άγιο Πνεύμα (Αγ. Τριάς). Χρησιμοποιείται και η λέξη Αββά, όταν ο Κύριος ή οι Απόστολοι αναφέρονται προς τον Θεόν-Πατέρα με τρυφερότητα (Μάρκ. 14, 36, «αββά, ο Πατήρ, πάντα δυνατά σοι»), (Ρωμ. 8, 15 «ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά, ο πατήρ»).
Και ο Χριστός δίδαξε τους μαθητές του, ν' αποκαλούν στην προσευχή τους τον Θεό, με την φράση «Πάτερ ημών» με η, ενώ ο ίδιος μιλούσε για τον Θεό με τη φράση «ο Πατήρ μου», στον ενικό και «Πατήρ υμών» με ν στον πληθυντικό. Συγχρόνως έκανε τη διάκριση στη σχέση ανάμεσα στους μαθητές του και τον Θεό, και στην ιδική Του σχέση με τον Θεό.
Στον Χριστιανισμό, η λέξη Θεός δηλώνει τον δημιουργό του κόσμου, το άναρχο και αιώνιο Πνεύμα, και ο χριστιανός τον πιστεύει ως Πατέρα, Παντοκράτορα, φιλόστοργο και προσηνή, που περιβάλλει τον άνθρωπο με την άπειρη αγάπη Του και εκδηλώνεται με την πρόνοια Του για τη συντήρηση και σωτηρία του ανθρώπου, όπως τονίζει ο Απ. Παύλος: «εν Αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».
Στην Ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλία η έννοια Θεός είναι ακατάληπτη, απρόσιτη και απροσπέλαστη στην πεπερασμένη διάνοια του ανθρώπου. Η Αγ. Γραφή καλεί τον Θεό αόρατο που κατοικεί «εν απροσίτω φωτί». Τον γνωρίζει ο άνθρωπος «εκ μέρους μόνον», η δε άμεση γνώση του Θεού θα γίνει στην πέραν του Τάφου ζωήν «ένθα οψόμεθα αυτόν καθώς εστί».
Στα Ρωμαϊκά χρόνια και στο μοναρχικό πολίτευμα υπήρχε η λόγια φράση: «ελέω Θεού», χρησίμευε η λέξη Θεός για τη μετάφραση του λατιν. divus, ως τίτλος Αυτοκράτορος: «ο Θεός Καίσαρ» (Στράβων 117). Δηλώνει ότι η εξουσία τους είναι δεδομένη παρά Θεού στον οποίον και μόνο είναι υπόλογοι.
Νεότερα Χρόνια
Στα νεότερα χρόνια η έννοια της λέξης Θεός, εκτός από τη σημασία του θείου, σχημάτισε σύνθετα, για να δηλώσει: Το πολύ, το δυνατό, και έτσι έχουμε σύνθετα με σημασία, μεγεθυντική και επιτατική.
Παραδείγματα: Θεόρατος, τόσο υψηλός, ώστε να οράται από τον Θεό, να τον βλέπει ο Θεός, πανύψηλος. Θεο-νήστικος, Θεό-φτωχος, Θεο-σκότεινος, αλλά και Θεο-βάδιστος (όρος βαδισθέν από τον Θεόν), Θεό-σταλτος. Και αλλά σύνθετα: αποθέωση, αποθεώνω, εκθειάζω, έν-θεος, ά-θεος, Θεό-δωρος -ρα.
Η μεταφορική σημασία της λέξης επεκτάθηκε και σε άλλες ψυχικές έννοιες και εκδηλώσεις, για να εκφράσει ό,τι αγαπούμε και τιμούμε πολύ, οιωνεί σαν Θεό «Το χρήμα είναι ο Θεός του», συχνή η χρήση και στις παροιμίες: «ο Θεός αργεί, αλλά δεν λησμονεί».
Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε ότι του αρχαίου γραμματικού η πληροφορία: «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», στην έννοια του Θεού γίνεται «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου», και είτε είναι η ετυμολογία της λέξης αβέβαιη είτε όχι, ένα είναι το βέβαιο: ότι ο άνθρωπος από την αρχή της δημιουργίας του ήταν στραμμένος με τους αισθητούς, αλλά κυρίως με τους πνευματικούς οφθαλμούς του προς τον Ουρανό, προς τον Θεό, γιατί μετείχε εξ αρχής της θείας φύσης η ψυχή του «ανθρώπου ψυχή του θείου μετέχει» (Πλάτων), και γιατί πλάστηκε από τον Δημιουργό του «κατ' εικόνα και ομοίωσίν του».
Από την εποχή του μύθου ο άνθρωπος είτε θεοποίησε τα φυσικά αντικείμενα και φαινόμενα, είτε πίστεψε στους ατελείς ανθρωπομορφικούς θεούς, ζούσε πάντοτε με την ψυχική αγωνία να γνωρίσει τον ένα και Μόνο Θεό, την μία και μόνη Αλήθεια. Από την δυστυχία του αυτή λυτρώθηκε με την εξ Αποκαλύψεως θρησκεία, που του άνοιξε τον δρόμο προς τη σωτηρία και προς τη θέωσή του.
Η διόρθωση των Πλατωνικών ιδεών από τη Χριστιανική πίστη
Το δεύτερο ιστορικό στοιχείο στο οποίο αντιδρά η Εκκλησία δια του Συμβόλου της Πίστεως είναι η έννοια περί δημιουργίας, ο οποία κυκλοφορούσε στη φιλοσοφία της εποχής εκείνης ξεκινώντας από τον Πλατωνισμό και φθάνοντας μέχρι τον Νεοπλατωνισμό, ο οποίος είχε επιφέρει κι αυτός τις αλλοιώσεις του στον αρχικό Πλατωνισμό. Σας υπενθυμίζω τις βασικές θέσεις του Πλατωνισμού, στις οποίες αντιδρά η Εκκλησία με το Σύμβολο.
Ο καθαρός Πλατωνισμός εμφανίζεται στο έργο Τίμαιος του Πλάτωνα. Εκεί πράγματι ο Θεός καλείται Δημιουργός και Πατήρ συγχρόνως και Νους. Και συνεπώς εκεί, θα έλεγα σε σχέση με τον Γνωστικισμό, έχουμε συγγένεια της Χριστιανικής σκέψεως με τον Πλατωνισμό και όχι με τον Γνωστικισμό. Αλλά υπάρχουν και άλλα βασικά σημεία στα οποία η πατερική σκέψη διεφώνησε με τον πλατωνισμό και αυτά είναι τα εξής:
Πρώτα είναι η αντίληψη ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Δηλαδή ο Πλατωνισμός δεχόταν το θεό Δημιουργό κατ’ ανάγκην, διότι δεν μπορούσε να μη δώσει μορφή στις ιδέες οι οποίες προϋπήρχαν και στην ύλη. Έπρεπε να δώσει κάποια μορφή στο χάος. Ήταν υποχρεωμένος να δημιουργήσει τον κόσμο. Ήταν ανάγκη). Αυτή την αντίληψη η οποία εισήγε την έννοια της ανάγκης στη δημιουργία, την αντικατέστησε η Χριστιανική αντίληψη περί δημιουργίας με τη θέση ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ της ελευθέρας θελήσεως του Θεού και όχι κατ’ ανάγκην. Επί πλέον χρειάσθηκε για να αντιμετωπίσει τις πλατωνικές ιδέες περί δημιουργίας η Εκκλησία και η πατερική θεολογία να τονίσει την έννοια της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός. Να τονίσει δηλαδή ότι δεν υπήρχε προϋπάρχουσα ύλη ούτε μετά με τον Πλωτίνο, ο οποίος εμφανίζει τον κόσμο σαν μια προέκταση, απορροή, αυτών των σκέψεων του νου του Ενός, ο οποίος διαχέεται σε πολλά και ο κόσμος δημιουργείται από αυτή την απορροή των σκέψεων του Θεού. Αυτήν την αντίληψη περί δημιουργίας η Εκκλησία δεν μπορούσε να τη δεχθεί διότι πάλι θα σήμαινε ότι ο κόσμος κατά κάποιον τρόπο ήταν μια αναγκαία προέκταση της υπάρξεως του Θεού. Ο Θεός δηλαδή προεξέτεινε τον ίδιο τον εαυτό Του ή τις σκέψεις Του δημιουργώντας τον κόσμο και μ' αυτόν τον τρόπο ο Θεός κι ο κόσμος δένονται αιώνια και αδιάσπαστα κι ο κόσμος είναι κι αυτός κατά κάποιον τρόπο αιώνιος, όπως είναι κι ο Θεός.
Στον Ωριγένη έχουμε μια προσπάθεια να εκφρασθεί και το ένα και το άλλο μαζί, λέγοντας ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε εκ του μηδενός αλλά η δημιουργία ήταν μια αιώνια πράξη του Θεού. Εισήγαγε δηλαδή την αιωνιότητα της δημιουργίας με το επιχείρημα ότι ο Θεός δεν μπορούσε να είναι παντοδύναμος αν δεν έχει αντικείμενα, πάνω στα οποία να ασκήσει την παντοδυναμία Του. Επομένως υπήρχε αιώνια μια μορφή δημιουργίας. Αλλά αυτό δημιούργησε προβλήματα κι επομένως και αυτό πρέπει να απορριφθεί. Μένουμε λοιπόν, μόνο με την αντίληψη ότι ο κόσμος δημιουργείται εκ του απολύτου μηδενός, δεν είναι προϋπαρκτός μέσα στη σκέψη του Θεού, αλλά είναι αποτέλεσμα της απολύτου ελευθέρας βουλήσεως του Θεού και "ην ποτε ότε ουκ ην", ήταν κάποτε που δεν υπήρχε, κι αυτό το εννοούμε με την απόλυτη έννοια. Δεν ήταν καν ο κόσμος ούτε στη σκέψη του Θεού.
Εδώ χρειάζεται πολλή επεξήγηση διότι δημιουργείται μια δυσκολία με την αντίληψη ότι η δημιουργία του κόσμου δια του Λόγου του Θεού ήταν "βουλή προαιώνιος" για τη σωτηρία του κόσμου. Αυτή η προαιώνιος βουλή του Θεού συνεπάγεται κάποια αιωνιότητα του κόσμου; Συνεπάγεται; Ναι ή όχι; Είναι πάρα πολύ δύσκολο πρόβλημα. Ο Θεός δεν θέλησε τον κόσμο να υπάρχει κατά κάποιον τρόπο ξαφνικά. Χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει προϋπάρχουσες ιδέες, όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο.
Πρώτος αναπτύσσει την ιδέα αυτή της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός ο Θεόφιλος Αντιοχείας, ο οποίος επηρέασε πολύ τον Ειρηναίο. Ο Ειρηναίος βασίζει τη θεολογία του κατά μεγάλο μέρος στον Θεόφιλο Αντιοχείας. Στην "Προς Αυτόλυκον Επιστολή" 2,4 λέει ότι ο Θεός δημιούργησε εκ του μηδενός όσα ήθελε και όπως ήθελε. Ήταν συνεπώς συνδεδεμένη η έννοια της βουλήσεως της ελευθερίας του Θεού με την έννοια της δημιουργίας του κόσμου εκ του μηδενός. Ο δεν Ειρηναίος αναπτύσσει την έννοια αυτή διεξοδικά πλέον και μπαίνει στην πατερική θεολογία, την αναπτύσσει επίσης ο Τερτυλλιανός, ο Αθανάσιος, κλπ. Και εδραιώνεται η άποψη ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν. Θα δούμε, όταν ερμηνεύσουμε το δόγμα της δημιουργίας, τι σημαίνει αυτό το πράγμα. Τώρα κάνοντας ιστορία, πρέπει να πούμε ότι αυτή η ιδέα "εκ του μηδενός" πρέπει να εκληφθεί με τρόπο απόλυτο. Διότι, ιστορικά μιλώντας πάλι, την εποχή που αναπτύσσεται το Σύμβολο της Πίστεως, ο Πλατωνισμός είχε υποστεί ορισμένες αλλοιώσεις, οι οποίες εκ πρώτης όψεως έδιναν την εντύπωση πως ο Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Αυτό όμως δεν σήμαινε αυτομάτως ότι δημιούργησε εκ του μηδενός. Εκ του μηδενός δηλαδή με την απόλυτη έννοια.
Συγκεκριμένα ο μέσος Πλατωνισμός με τον Αλβίνο και ο Φίλων, απέρριψαν την αντίληψη, που συναντάμε στον Τίμαιο του Πλάτωνος, ότι ο Θεός δημιούργησε από προϋπάρχουσα ύλη και προϋπάρχουσες ιδέες. Είδαν ότι αυτό δεν συμβιβάζεται με τη Βίβλο και υπεστήριξαν την ιδέα ότι την ύλη τη δημιουργεί ο Θεός - και σ' αυτό ήσαν σύμφωνοι και οι Χριστιανοί- αλλά με τις ιδέες υπήρχε ένα πρόβλημα, επειδή εξακολουθούσαν να είναι πλατωνισταί, και δεν μπορούσαν να πουν ότι κι αυτές τις δημιούργησε ο Θεός. Βρήκαν σαν διέξοδο τη θέση ότι οι ιδέες ήσαν σκέψεις μέσα στο νου του Θεού. Αιώνιες σκέψεις. Απ' αυτές τις αιώνιες σκέψεις μέσα στο νου του Θεού, που τις αναπτύσσει ο Αλβίνος και κυρίως ο Φίλων, προέρχεται ο Νεοπλατωνισμός. Έτσι μπορούμε να πούμε συγχρόνως ότι ο κόσμος υπήρχε πάντοτε σαν μια αιώνια σκέψη μέσα στο Θεό.
Εκεί μόνο ο Άγιος Μάξιμος δίνει μια ολοκληρωμένη απάντηση τονίζοντας ότι ο Θεός για τον Οποίο δεν υπάρχει το πριν και το μετά στην αιώνιά Του ύπαρξη, θέλησε την ύπαρξη του κόσμου προαιώνια. Αλλά το ότι τη θέλησε προαιώνια δεν σημαίνει ότι και της έδωσε ύπαρξη αυτομάτως. Δηλαδή ο Μάξιμος κάνει αυτή τη διάκριση μεταξύ βουλήσεως και υπάρξεως. Θέλει μεν προαιώνια ο Θεός τον κόσμο να υπάρχει, αλλά όταν δημιουργείται ο κόσμος, δημιουργείται χωρίς αυτό να αποτελεί αναγκαία προέκταση της προαιωνιότητος της θελήσεως του Θεού. και ο Λόγος με τον οποίο και εν τω Οποίω δημιουργεί ο Θεός τον κόσμο είναι συνεπώς αυτός ο Ίδιος Λόγος με τον Οποίον αιώνια ο Θεός βρισκόταν στην αγαπητική σχέση Πατρός και Υιού, αλλά δεν αποτελεί αναγκαία συνέπεια της αγαπητικής σχέσεως Πατρός και Υιού η ύπαρξη του κόσμου, έστω και αν η βούληση για την ύπαρξη του κόσμου ήταν προαιώνια. Το σημαντικό του Αγίου Μαξίμου είναι η διάκριση μεταξύ θελήσεως και πραγματοποιήσεως της θελήσεως του Θεού. Αν δεν τα διακρίνουμε, τότε πρέπει να πούμε ότι έχει αιωνιότητα και ο κόσμος αφού η βουλή ήταν προαιώνια (βλ. Προς Θαλάσσιον 60, Άπορα).
Επομένως διακρίναμε α) σκέψη του Θεού, β) θέληση και γ) πραγματοποίηση της θελήσεως του Θεού. Οι Νεοπλατωνικοί έβλεπαν τις σκέψεις του Θεού αιώνιες και συνδέοντας τον κόσμο με τη σκέψη περί του κόσμου έκαναν και τον κόσμο αιώνιο. Η συμβολή του Μαξίμου ήταν ότι εισήγαγε τη θέληση του Θεού. Η θέληση να κάνει τον κόσμο είναι αιώνια. Διακρίνει όμως τη θέληση από την πραγματοποίηση της θελήσεως και έτσι αρνείται την αιωνιότητα του κόσμου.
Ο Θεός έχει τις σκέψεις του, ο κόσμος έχει τα διάφορα όντα που έχουν τους λόγους των όντων. Οι λόγοι των όντων συνδέονται με το σύνολο των σκέψεων του Θεού, που είναι ο ένας Λόγος του Θεού. Έχει όμως αυτούς τους λόγους των όντων μέσα του με τη μορφή των σκέψεων του Θεού. Είναι άκτιστοι βασικά λόγοι (βέβαια το να λέμε τους λόγους άκτιστους είναι αναχρονισμός για την εποχή του αρειανισμού και των Καππαδοκών, γιατί αυτά ξεκαθαρίσθηκαν μετά την Β΄ Οικουμενική Σύνοδο). Για τον Άρειο ο Λόγος βρισκόταν στην κατώτερη μοίρα, γιατί ανήκε στον κόσμο. Για τους μέχρι τον Άρειο χρόνους τον Λόγο τον τοποθετούσαν μεταξύ Θεού και κόσμου, αναλόγως του πώς ο καθένας αντιλαμβανόταν τα πράγματα. Πάντως μεταξύ Θεού και κόσμου. Η Σύνοδος της Νικαίας ήταν που μετέφερε οριστικά το Λόγο στην περιοχή του Ακτίστου. Παραμένει τώρα το τι γίνεται με τη σύνδεση των λόγων των όντων με τον Θεό. Γι' αυτό την έννοια του Λόγου δεν την ξανασυναντάμε μέχρι τον Μάξιμο. Την αποφεύγουν οι Πατέρες γιατί είναι επικίνδυνη.
Ο Μάξιμος κάνει αυτή την τολμηρή θεολογική ενέργεια να χρησιμοποιήσει την έννοια του Λόγου. Αλλά τώρα κάνει αυτή τη διάκριση. Ο Θεός έχει τον Λόγο Του, υπάρχει μια σχέση αγαπητική μεταξύ Πατρός και Υιού, μεταξύ Θεού και Λόγου. Ο κόσμος δημιουργείται εν τω Λόγω, δια του Λόγου.
Αλλά με το ότι χρησιμοποιεί την έννοια της θελήσεως πλέον για την ύπαρξη του κόσμου και όχι της κατ' ευθείαν γνωστικής προεκτάσεως των σκέψεων του Θεού στον κόσμο, αποφεύγει να πει ότι αυτή η σύνδεση είναι αναγκαστική σύνδεση. Γίνεται σύνδεση θελητική, δηλαδή σύνδεση ελεύθερη. Υπάρχει μια προαιώνια βουλή του Θεού αλλά η προαιώνια αυτή βουλή του Θεού πραγματοποιείται εν τω Λόγω, δια του Λόγου. Δηλαδή είναι βουλή, είναι θέληση και δεν είναι αναγκαία προέκταση των σκέψεων του Θεού. Θέλει ο Θεός κάποτε να δημιουργήσει τον κόσμο. Η αιώνια αυτή θέλησή Του δεν σημαίνει ότι η σκέψη Του προεκτείνεται αυτομάτως. Δεν είναι πλέον σκέψεις Του μέσα στον Νου του Θεού ο κόσμος. Γίνονται οι λόγοι των όντων, πλέον ταυτίζει τους λόγους με τα θελήματα του Θεού και όχι τις σκέψεις του Θεού. Ταυτίζονται θελήματα και λόγοι και προορισμοί. Οπότε αυτό είναι μια επανάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα, που διευκολύνει στο να αποφύγουμε αυτή την προέκταση των σκέψεων του Θεού μέσα στον κόσμο. Διότι τα θελήματα συνεπάγονται την ελευθερία να γίνουν ή να μη γίνουν (και εκεί ακριβώς είναι η διάκριση μεταξύ πραγματοποιήσεως και μη πραγματοποιήσεως των θελημάτων). Αυτή είναι η βασική διαφορά μεταξύ μιας σκέψεως, η οποία ούτως ή άλλως πραγματοποιείται, πρέπει να πραγματοποιηθεί για να ολοκληρωθεί, και από την άλλη πλευρά του θελήματος, το οποίο επειδή είναι θέλημα δεν είναι αναγκαία συνέπεια της σκέψεως. Και επομένως το θέλημα, έστω και αν θα πραγματοποιηθεί, δεν συνδέει και δεν ταυτίζει την πραγματοποίηση με την πρόνοια, με την έννοια της σκέψεως. Το ότι το σκέφθηκε και το ότι το πραγματοποίησε, αυτά δεν ταυτίζονται, διότι ακριβώς πρόκειται περί θελημάτων.
Με το να ταυτίζει τα θελήματα με τους λόγους ο Μάξιμος αποφεύγει την αναγκαιότητα της δημιουργίας. Αποφεύγει δηλαδή το να ταυτίσει τους λόγους των όντων με τις σκέψεις στο Νου του Θεού. Με άλλα λόγια φεύγουμε από τον Πλατωνισμό, φεύγουμε από τον Φίλωνα και από τον Νεοπλατωνισμό, όπου ταυτίζονται οι λόγοι των όντων με τις σκέψεις του Θεού. Με τον Μάξιμο οι λόγοι ταυτίζονται με τα θελήματα του Θεού. Εδώ είναι η βασική διαφορά, είναι το καίριο σημείο: ταυτιζόμενοι οι λόγοι με τα θελήματα και όχι με τις σκέψεις του Θεού, κάνουν τον κόσμο αποτέλεσμα της θελήσεως του Θεού και όχι της σκέψεως του Θεού. Και επειδή είναι αποτέλεσμα της θελήσεως και όχι της σκέψεως, είναι και αποτέλεσμα ελευθερίας και όχι ανάγκης.
Συγκεφαλαιώνοντας τα βασικά σημεία πρέπει να πούμε ότι η έννοια της δημιουργίας ξεκινάει από αντίδραση στον Γνωστικισμό και στον Πλατωνισμό. Στον μεν Γνωστικισμό αντιδρά η Εκκλησία με το να τονίσει την ταύτιση Δημιουργού και Πατρός και την αμεσότητα της αναμίξεως του Θεού στη δημιουργία. Στον δε Πλατωνισμό αντιδρά αφ' ενός μεν στον καθαρό Πλατωνισμό του Πλάτωνα με το να τονίσει ότι "εκ του μηδενός" σημαίνει όχι από προϋπάρχουσα ύλη, ούτε εκ προϋπαρχουσών των ιδεών, αφ' ετέρου δε στον Μέσο Πλατωνισμό και στον Νεοπλατωνισμό αντιδρά με την άποψη ότι ο κόσμος ούτε και ως σκέψη δεν υπήρχε στον Νου του Θεού αιώνια, αλλά - όπως διευκρινίζεται πλέον με τον Μάξιμο - ως θελήματα του Θεού. Επειδή δε αυτά τα βουλήματα ταυτίσθηκαν με τον Λόγο του Θεού, με τον Υιό του Θεού, με την αγαπητική σχέση, πήραν κάποια βάση οντολογική και ο κόσμος έγινε πραγματική οντότητα, χωρίς όμως να αποτελούν αναγκαιότητα για τον Θεό.
Με άλλα λόγια αυτό που έκανε ο Μάξιμος ήταν να αναπτύξει φιλοσοφικά την άποψη του Αγίου Αθανασίου, ότι ο μεν Υιός υπάρχει λόγω της ουσίας του Πατρός, ο δε κόσμος υπάρχει λόγω της βουλήσεως του Πατρός. Σ' αυτό που μέχρι τότε ήταν ένα σχήμα ο Μάξιμος προσπάθησε να δώσει φιλοσοφική εξήγηση, και εν πάση περιπτώσει το αποτέλεσμα της προσπάθειας είναι πράγματι να δείξει ότι οι λόγοι των όντων είναι βουλήματα του Θεού (και επομένως ελεύθερα) και όχι σκέψεις του Θεού (με χαρακτήρα αναγκαστικό)
Το δόγμα περί δημιουργίας διατυπώνεται στο Σύμβολο της Πίστεως από την αρχή. Το πρώτο άρθρο λέει: "Πιστεύω εις έναν Θεό Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε πάντων και αοράτων". Αυτή η αναφορά στη δημιουργία ιστορικά είναι μια προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως. Το Σύμβολο αρχικά ήταν ομολογία πίστεως στα τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα. Όταν προστέθηκε αυτή η αναφορά στη δημιουργία είχαν ήδη κυκλοφορήσει αντιλήψεις περί δημιουργίας, οι οποίες έπρεπε να ξεκαθαριστούν. Γι' αυτό η Εκκλησία προέβη σ' αυτή την ερμηνεία του δόγματος. Πρόσθεσε κάτι που ήταν σχετικό με την εποχή εκείνη.
Επομένως, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε το Σύμβολο της Πίστεως, θα πρέπει να κάνουμε - όπως κάνουμε πάντοτε στην ερμηνεία των δογμάτων - δύο πράγματα:
1. Να δούμε τη σημασία του δόγματος για την εποχή εκείνη.
2. Να δούμε τη σημασία του δόγματος για την εποχή μας. Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ερμηνεία του δόγματος.
Για να δούμε τη σημασία του δόγματος για την εποχή εκείνη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις αντιλήψεις περί δημιουργίας που κυκλοφορούσαν, είτε εκτός της Εκκλησίας είτε εντός αυτής, γιατί οι Πατέρες ελάμβαναν υπόψη και τα δύο. Δεν ήθελαν να περιορίσουν την Εκκλησία σ' ένα γκέτο. Ποιες ήταν οι αντιλήψεις περί δημιουργίας που κυκλοφορούσαν και τις οποίες οι Πατέρες και η Εκκλησία δια του Συμβόλου της Πίστεως θέλησαν να τις αποσαφηνίσουν και να πάρουν τη θέση τη Χριστιανική;
Η πρώτη ιδέα που κυκλοφορούσε πολύ και προκάλεσε την αντίδραση της Εκκλησίας, ήταν ο Γνωστικισμός. Οι γνωστικοί είχαν ένα συγκεκριμένο δόγμα περί δημιουργίας το οποίο ήταν απαραίτητο ν' αποσαφηνιστεί, επειδή ο Γνωστικισμός διείσδυσε και μέσα στην Εκκλησία.
Ο Γνωστικισμός ξεκίνησε από την προϋπόθεση ότι ο κόσμος αυτός όπως τον ζούμε και τον γνωρίζουμε είναι διάχυτος από το κακό. Το κακό τον έχει διαπεράσει. Ξεκινάει από μια πολύ πεσιμιστική αντίληψη για τον κόσμο, η οποία ήταν διάσπαρτη στο κλίμα της εποχής εκείνης. Θέτει ο ερώτημα: αφού ο κόσμος είναι τόσο κακός, ποια είναι η σχέση του με τον Θεό; Πώς μπορεί ο Θεός να τον έχει δημιουργήσει;
Η απάντηση του Γνωστικισμού ήταν ότι ο Θεός δεν δημιούργησε αυτόν τον κόσμο. Το ενδιαφέρον του Γνωστικισμού ήταν να διατηρήσει την υπερβατικότητα, να διατηρήσει την καθαρότητα, την αθωότητα του Θεού απ' όλο αυτό το κακό που υπάρχει στον κόσμο. Έτσι έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει ότι ο κόσμος αυτός δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά είναι δημιούργημα ενός όντος τ' οποίο ονόμαζε Δημιουργό σ' αντίθεση με τον Θεό Πατέρα. Αυτός ο Δημιουργός είναι ένας απ' τους κατώτερους αιώνες, όπως τους ονόμαζαν, στην ιεραρχία που συνδέει τον κόσμο με τον Θεό, μια που ο Θεός είναι υπερβατικός και μακριά από τον κόσμο. Συνδέεται όμως με τον κόσμο διαμέσου μιας ιεραρχίας αιώνων. Ο τελευταίος είναι ο Δημιουργός που έφτιαξε τον κόσμο. Συνεπώς, δεν είναι δημιουργός του κόσμου ο Θεός ο ίδιος, ο Θεός Πατήρ.
Τον Γνωστικισμό τον πολέμησε η Εκκλησία και κατ' εξοχήν ο μεγάλος θεολόγος της εποχής εκείνης, ο Ειρηναίος, ο οποίος πήρε την αντίθετη θέση, ότι δηλαδή ο Θεός ο Ίδιος, ο Θεός Πατήρ δημιούργησε τον κόσμο.
Έτσι έφερε σε άμεση σχέση τον Θεό με τον κόσμο. Γιατί το Σύμβολο της Πίστεως λέει σαφώς ότι: "Πιστεύω εις έναν Θεό Πατέρα Παντοκράτορα, ποιητήν ορατών τε πάντων και αοράτων". Ο Πατήρ ποιητής. Όχι ο Θεός, αλλά ο Πατήρ ο Ίδιος. Αυτή η άμεση εμπλοκή του Θεού Πατρός στη δημιουργία του κόσμου ήταν η απάντηση στο Γνωστικισμό. Τα κίνητρα που οδήγησαν την εκκλησία στο να πάρει αυτή τη θέση στο άμεσο της εμπλοκής του Θεού είναι κυρίως τα εξής: Αν δεχόταν η εκκλησία ότι ο Θεός δεν είχε καμιά ανάμιξη στη δημιουργία του κόσμου, πρώτα ετίθετο σε αμφισβήτηση η Παντοδυναμία του Θεού. Ο Θεός δεν ήταν σε θέση να φτιάξει αυτό τον κόσμο. Αλλά όχι τόσο πολύ η παντοδυναμία, όσο η αγάπη του Θεού, γιατί σήμαινε ότι ο Θεός δεν έχει σχέση προσωπική με τον κόσμο. Και σε τελική ανάλυση ετίθετο το θέμα αν αυτός ο κόσμος μπορεί ν' απαλλαγεί από το κακό, αν είναι μέσα στη φύση του το κακό. Το κακό είναι κάτι το επίκτητο και δεν είναι στοιχείο της φύσεως. Εφόσον έπαιρνε την άποψη η Εκκλησία ότι ο Θεός ο Ίδιος δημιούργησε τον κόσμο, έπαιρνε αυτομάτως τη θέση ότι ο κόσμος δεν είναι στη φύση του κακός.
Αλλά η φροντίδα και η αγωνία του Γνωστικισμού να εξηγήσει το κακό και η προσπάθειά του να μην αποδώσει το κακό στον Θεό, αυτό δημιουργούσε το ερώτημα πώς ήλθε το κακό. Και η απάντηση βέβαια ήταν ότι το κακό έρχεται από την ελευθερία του ανθρώπου, την ελευθερία του κτιστού, των δημιουργημάτων. Επειδή δόθηκε αυτή η ελευθερία εμφανίσθηκε το κακό. Ο κόσμος λοιπόν, δεν είναι κακός. Ο Θεός έχει σχέση προσωπική με τον κόσμο και έχει και δύναμη, είναι παντοδύναμος. Συγχρόνως είναι και Παντοκράτωρ, όπως λέγει το Σύμβολο της Πίστεως. Αυτός δηλαδή που "κρατεί επί πάντων", έχει την εξουσία επί πάντων, ή κατά μια άλλη ερμηνεία του "Παντοκράτωρ", κρατεί στα χέρια του όλο τον κόσμο.
Έχουμε έναν Θεό που έχει σχέση και με τη δημιουργία. Έναν Θεό που δημιουργεί κάτι εκτός του εαυτού Του. Αυτό όμως εκτός από τον κίνδυνο ν' αποδοθεί το κακό στον Θεό, ο οποίος κίνδυνος αποφεύγεται με την ελευθερία του ανθρώπου, εγκυμονεί έναν άλλο κίνδυνο, τον κίνδυνο να θεωρηθεί ο κόσμος σαν μια προέκταση του Θεού, δηλ. να θεωρηθεί ο κόσμος σαν κάτι που ο Θεός το είχε μέσα Του και το έβγαλε στην επιφάνεια. αυτή η αντίληψη κυκλοφορούσε επίσης εξ ίσου με τον Γνωστικισμό στο πολιτιστικό κλίμα της εποχής εκείνης και η Εκκλησία διατυπώνοντας το δόγμα της δημιουργίας έλαβε υπ' όψιν της και αυτήν, η οποία ήταν αντίθετη της αντιλήψεως του Γνωστικισμού. Ο Γνωστικισμός χώριζε τον Θεό από τον κόσμο ενώ η παραπάνω αντίληψη ένωνε τον Θεό με τον κόσμο τόσο πολύ που δεν μπορούσε να θεωρηθεί ο Θεός χωρίς τον κόσμο. Η αντίληψη αυτή πήγαζε από τον Πλάτωνα και τις ιδέες περί της δημιουργίας που είχε ο Πλάτωνας και διαμορφώθηκε τελικά την εποχή αυτή που εμφανίζεται το Σύμβολο της Πίστεως. Διατυπώθηκε κάτω από την επίδραση ενός μεγάλου πλατωνιστή της εποχής εκείνης, του Φίλωνα του Ιουδαίου.
Θα πρέπει λοιπόν να δούμε τις αντιλήψεις αυτές περί δημιουργίας και σε αντίθεση μ' αυτές, να δούμε την χριστιανική αντίληψη. Ο Πλάτωνας αφιέρωσε ένα έργο του, τον "Τίμαιο", στο θέμα της δημιουργίας του κόσμου. Αυτό που φαίνεται ότι προκάλεσε τον Πλάτωνα στο να γράψει εκτενώς για το θέμα περί δημιουργίας, ήταν οι αντιλήψεις που υπήρχαν την εποχή εκείνη και καλλιεργούνταν από τους φιλοσόφους της εποχής εκείνης, σύμφωνα με τις οποίες ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από κανέναν άλλο. Ήταν ένα τυχαίο συμβάν. Όταν λέμε τυχαίο, εννοούμε, ή τυχαίο όπως έλεγαν οι Επικούριοι, ή ότι οι νόμοι της φύσεως είναι ο ίδιος ο Θεός. Δεν μπορούμε να πούμε για τον Θεό τίποτε πέρα απ' αυτό που η ίδια φύση περιέχει μέσα της σαν λογική και συνεκτική δύναμη. Οι λεγόμενοι φυσιολόγοι που ξεκινούσαν από τον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο και όλους αυτούς, αποτελούσαν θα λέγαμε τους αντιπάλους του Πλάτωνα. Ο Πλάτωνας πίστευε ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από κάποιον τον οποίο ονόμαζε και Πατέρα. Πρόβλεπε μάλιστα στην "Πολιτεία" βαρύτατες ποινές για τους αθέους. Αντίθετα, δεχόταν ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό. Ήταν συνεπώς, (γι' αυτό και πολλοί Χριστιανοί σαγηνεύτηκαν από τον Πλάτωνα), ο θεολόγος και πιστός της αρχαιότητας.
Αν διαβάσει κανείς τον "Τίμαιο" και τις αντιλήψεις του περί δημιουργίας, θα προσέξει ότι δεν είναι αυτό ακριβώς που θα ήθελαν οι Χριστιανοί να πούνε δημιουργία. Διότι ενώ έλεγε ο Πλάτων ότι τον κόσμο τον δημιούργησε ο Θεός, αυτό που εννοεί είναι ότι ο Θεός Πατήρ, ο Νους όπως τον ονομάζει, ενέργησε όπως ενεργεί ένας καλλιτέχνης, ένας τεχνίτης, ο οποίος παίρνει ύλη, έχει ιδέες στο μυαλό του, παίρνει και ένα καναβάτσο και εκεί πάνω βάζει αυτό που θέλει να δημιουργήσει. Και όπως περιγράφει την δημιουργία του κόσμου τον "Τίμαιο", εμφανίζει πραγματικά τον Θεό να παίρνει ύλη, ιδέες που υπάρχουν και μέσα στον χώρο αυτό που λειτουργεί σαν ένα είδος καναβάτσου, να τοποθετεί τον κόσμο και ντου δίνει την ομορφιά και τον ρυθμό που έχει. Συνεπώς, ο Θεός δημιουργεί από προϋπάρχοντα στοιχεία, γι' αυτό όπως λέγει ο Πλάτωνας στον "Τίμαιο", ο κόσμος που δημιούργησε ο Θεός είναι ο καλύτερος που μπορούσαμε να έχουμε, αλλά δεν είναι ο τέλειος. Δεν μπορεί να είναι τέλειος γιατί ανθίστατο, όπως λέγει, και ο χώρος και η ύλη με τους νόμους που είχαν μέσα τους στην προσπάθεια του Δημιουργού να φτιάξει το τέλειο βάσει των ιδεών. Συνεπώς, ο Θεός έκανε ό,τι μπορούσε, μας έδωσε το καλύτερο που μπορούσε, ο κόσμος αυτός είναι ο καλύτερος που μνημονεύεται αλλά δεν είναι ο ιδεατός, ο τέλειος. Ο ιδεατός είναι ο κόσμος των ιδεών, που δεν είναι αυτός που βλέπουμε αλλά είναι ο απόλυτα τέλειος.
Ο Πλάτωνας και οι αρχαίοι Έλληνες ήταν πολύ ευτυχείς που ζούσαν σ' αυτό τον κόσμο. Υπήρχε όμως η τάση ν' αποδοθεί το κακό στην ύλη και στους νόμους της ύλης, στους νόμους του χώρου, στους περιορισμούς του χώρου που αντιμάχονται τις ιδέες και συνεπώς αυτός ο κόσμος βρίσκεται σ' ένα επίπεδο κατώτερο του ιδεατού κόσμου. Και όσο πάμε πιο κάτω προς την ύλη, τόσο πιο πολύ φεύγουμε από τον ωραίο κόσμο που ήθελε να δημιουργήσει ο Θεός και δεν τα κατάφερε λόγω των προβλημάτων που αναφέρθηκαν.
Όταν ο "Τίμαιος" που διαβαζόταν πάρα πολύ στην εποχή των Πατέρων, ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες, έφτασε στα χέρια του Φίλωνα, - ο οποίος ήθελε να συμβιβάσει, να συνθέσει με τον Πλάτωνα την πίστη του την Βιβλική, γιατί ήταν Ιουδαίος - κατάλαβε ότι υπάρχουν προβλήματα. Και το πρώτο που διατύπωσε ήταν ότι: όπως τον εμφανίζει ο Πλάτων τον Θεό, υπόκειται στην ανάγκη της ύλης. Προϋπάρχει η ύλη, και τη βρίσκει ο Θεός έτοιμη. Δημιουργείται έτσι το πρόβλημα ποιος δημιούργησε την ύλη. Ο Πλάτων δεν την θεωρεί δημιούργημα του Θεού, οπότε κάνει το βήμα ο Φίλων και τοποθετεί την ύλη σαν δημιούργημα του Θεού. Λέει ότι ο Θεός δημιούργησε την ύλη, και έτσι εξασφαλίζει την ελευθερία του Θεού έναντι της ύλης. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα για τον Πλάτωνα όπως είδαμε. Ήταν και το πρόβλημα των Ιδεών, γιατί για τον Πλάτωνα οι ιδέες ήταν επίσης προϋπάρχουσες και ο Θεός τις βρήκε. Οπότε θα έπρεπε ο Φίλων να λύσει και αυτό το πρόβλημα.
Η λύση που έδωσε ήταν ότι οι ιδέες είναι οι σκέψεις του ίδιου του Θεού. Δεν είναι πάνω από τον Θεό, αλλά είναι μέσα στον Θεό. Προσέξτε, οι ιδέες έχουν μεγάλη σημασία για τη δημιουργία, γιατί οι ιδέες είναι η σταθερή βάση πάνω στην οποία στηρίζεται ο κόσμος. Τα φαινόμενα είναι μεταβλητά. Ό,τι βλέπουμε στον κόσμο είναι μεταβλητό. Ο αρχαίος Έλληνας πάντα προβληματιζόταν. Ήθελε να ξεπεράσει τη φθορά και γι' αυτό βρήκε διέξοδο στις ιδέες. Οι ιδέες είναι ακριβώς η αλήθεια αυτού του κόσμου. Εάν ένα τραπέζι είναι αληθινό και δεν είναι ψεύτικο, και είναι ψεύτικο διότι μεταβάλλεται και φεύγει, πρέπει να υπάρχει ένα αιώνιο τραπέζι. Εάν δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τραπέζι ως αλήθεια. Συνεπώς, η ιδέα του τραπεζιού είναι απαραίτητη. Κάθε ον έχει την ιδέα, τον λόγο του, τον λόγο της υπάρξεως και αυτοί οι λόγοι των όντων, αυτές οι ιδέες που υποστηρίζουν τα όντα είναι ζήτημα σιγουριάς και ασφάλειας για τον αρχαίο Έλληνα. Αυτές οι ιδέες των όντων, για τον Πλάτωνα ήταν ανεξάρτητες από τον Θεό. Ο Θεός τις βρίσκει και τις χρησιμοποιεί. Πολλοί ταυτίζουν την ιδέα του αγαθού και την ιδέα του καλού, δηλαδή του ωραίου με τον Θεό στον Πλάτωνα. Αλλ' αυτό είναι συζητήσιμο μεταξύ των ειδικών.
Ο Δημιουργός Θεός στο κείμενο του "Τίμαιου", σαφώς δεν κείται υπεράνω των ιδεών αλλά κάτω από τις ιδέες, υπόκειται στις ιδέες, κάνει ό,τι οι ιδέες του επιβάλλουν. Π.χ. κάνει τον κόσμο σφαιρικό διότι δεν μπορούσε να μην τον κάνει σφαιρικό γιατί το σχήμα της σφαίρας είναι το ιδεώδες σχήμα για τον Πλάτωνα. Θα μπορούσε να τον κάνει τριγωνικό ή τετράγωνο, όμως οι γωνιές αυτές θα δημιουργούσαν προβλήματα ιδεώδους σχήματος. Η σφαίρα είναι το ιδεώδες σχήμα, γι' αυτό ο Θεός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά παρά να χρησιμοποιήσει το σφαιρικό σχήμα γιατί έπρεπε να κάνει ιδεατό κόσμο. Οι ιδέες λοιπόν, υποχρεώνουν τον Θεό να ενεργήσει κατ' ένα τρόπο δημιουργίας ορισμένο, όπως και η ύλη από την άλλη μεριά τον υποχρεώνει να μην μπορεί να κάνει αυτό το ιδεώδες.
Ο Φίλων βλέπει ότι αυτά δεν ταιριάζουν με την ελευθερία του Θεού κατά κάποιο τρόπο και αλλοιώνει τον Πλατωνισμό μεταφέροντας ουσιαστικά τις ιδέες αυτές μέσα στο νου του Θεού και λέγοντας ότι ο κόσμος όλος με τις ιδέες του, τους λόγους των όντων, έχει το είναι, την ασφάλειά του μέσα στο νου του Θεού. Μ' αυτό τον τρόπο νόμισε ότι έλυσε το πρόβλημα της ελευθερίας του Θεού έναντι των ιδεών, αλλά δημιούργησε ένα άλλο πρόβλημα. Πριν πούμε το πρόβλημα που δημιούργησε, θα πρέπει να πούμε ότι οι ιδέες του Φίλωνα επηρέασαν όλη τη φιλοσοφία της εποχής εκείνης και οδήγησαν στον Νεοπλατωνισμό ο οποίος δεχόταν τον κόσμο σαν μια απορροή από τον Ένα Θεό, δηλαδή μια προέκταση των ιδεών, των σκέψεων του Ενός στην πολλαπλότητα του κόσμου. Επηρέασαν όμως και τον Χριστιανισμό κυρίως στο πρόσωπο του Ωριγένη τα προβλήματα που δημιούργησε αυτή η άποψη. Τα προβλήματα τα βλέπουμε κυρίως αν κοιτάξουμε τον Ωριγένη προσεκτικά, επειδή υπάρχει αυτή η στενή σύνδεση μεταξύ των λόγων των όντων και του κόσμου των όντων που είναι στον Θεό και του κόσμου των όντων που είναι δημιουργημένα. Υπάρχει αυτή η στενή σχέση. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πάντοτε ότι ο κόσμος είναι αιώνιος και ότι οι λόγοι των όντων, οι ιδέες που στηρίζουν τον κόσμο είναι αιώνιες. Συνεπώς, με την μορφή την ιδεατή ο κόσμος είναι αιώνιος.
Ο Ωριγένης έχοντας ασπασθεί αυτή την άποψη του Φίλωνα, μίλησε για δυο μορφές δημιουργίας. Μια είναι η αιώνια δημιουργία, ότι ο Θεός αιώνια σκεπτόταν αυτό τον κόσμο με τους λόγους αυτών των όντων, οι οποίοι λόγοι συναντώνται στον έναν Λόγο, τον Υιό και Λόγο. Καθώς λοιπόν μέσα σ' αυτό τον ένα Λόγο ο Θεός είχε τους λόγους όλων των όντων, δημιουργούσε αυτό τον κόσμο και ο κόσμος αυτός ήταν σ' ένα αιώνιο επίπεδο παρών. Μετά εν χρόνω, αυτός ο κόσμος, όπως τον βλέπουμε σήμερα κυρίως με την υλική μορφή του, πήρε υπόσταση και υπάρχει αλλά αυτό είναι ένα δεύτερο στάδιο. Είναι ένα στάδιο το οποίο μάλλον είναι κατάπτωση από το πρώτο. Μέσα σ' αυτή την αιώνια δημιουργία ο Ωριγένης έβλεπε και την δημιουργία των ψυχών. Κατά ένα τρόπο πλατωνικό οι ψυχές ήταν αιώνιες και το ευγενέστερο και σπουδαιότερο πράγμα που είχε η δημιουργία. Για τον Ωριγένη επίσης οι ψυχές ήταν αιώνιες σ' αυτή την αιώνια δημιουργία συνδεδεμένες με τον κόσμο των ιδεών, συγχρόνως και τα άυλα πνεύματα, οι άγγελοι. Αλλά όταν αυτή η άυλη ιδεατή δημιουργία, ο κόσμος των ψυχών του Ωριγένη, πήρε σάρκα, πήρε υλική μορφή, την οποία έχουμε και σήμερα, τότε έπεσε ο κόσμος. Η πτώση είναι συνυφασμένη σχεδόν με την δημιουργία αυτού του κόσμου, του υλικού κόσμου. Αυτός ο υλικός κόσμος είναι ένα στάδιο στη δημιουργία, κατώτερο από τον πνευματικό κόσμο. Ο πνευματικός κόσμος των αγγέλων και των ψυχών, είναι αιώνιος, ενώ αυτός είναι φθαρτός. Επομένως, όταν μιλούμε για δημιουργία κατά τον Ωριγένη, αναπτύσσουμε θα έλεγε κανείς ολόκληρη πνευματικότητα γιατί μιλούμε πλέον για την δημιουργία αυτή την ειδική σαν κάτι που χρειάζεται κάθαρση από την ύλη. Μιλούμε για το σώμα σαν μια φυλακή της ψυχής. Και επομένως, απελευθέρωση, σωτηρία του ανθρώπου, σημαίνει απαλλαγή από την ύλη, από το σώμα. Σημαίνει επανεύρεση αυτής της αρχικής καταστάσεως, όπου οι ψυχές και τα πνεύματα ήταν απαλλαγμένα από την φθορά και από την ύλη. Αυτό επίσης συνεπάγεται την αντίληψη ότι ο ασώματος κόσμος, δηλαδή οι άγγελοι, είναι ποιοτικά ανώτεροι από τους σωματικούς, και συνεπώς ο άνθρωπος όταν μοιάζει στους αγγέλους, τότε πλησιάζει τον Θεό. Για να μοιάσει στους αγγέλους, πρέπει ν' απαλλαγεί από κάθε τι το υλικό. Όσο απαλλάσσεται από την ύλη, τόσο πλησιάζει τον Θεό, τόσο λυτρώνεται από την ύλη. Με τον τρόπο αυτό ο Ωριγένης έκανε ένα βήμα πιο πέρα από τον Πλάτωνα προς τον Χριστιανισμό, αλλά ουσιαστικά παρέμεινε δεσμευμένος στις πλατωνικές αντιλήψεις.
Γιατί δημιουργεί προβλήματα; Το κύριο πρόβλημα που δημιουργεί αυτή η αντίληψη, ξεκινάει από τον Φίλωνα, και είναι ότι, ενώ φαίνεται ότι απελευθερώνει τον Θεό, στην ουσία Τον δεσμεύει! Γιατί κάνει τον κόσμο αιώνια παρόντα μέσα στη σκέψη του Θεού. Το ότι ο κόσμος είναι παρών μέσα στη σκέψη του Θεού με τη μορφή αυτών των λόγων, το ότι ο Θεός αιώνια δημιουργεί, αυτό σημαίνει ότι δίπλα στον Θεό, μέσα στον Θεό, υπάρχει κάτι άλλο, ένα άλλο εγώ του Θεού, το μη εγώ, το οποίο καθορίζει την ύπαρξη του Θεού. Δηλαδή ο Θεός είναι αδιανόητος χωρίς τον κόσμο και έτσι καταντούμε να λέμε ότι είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τον θεό χωρίς να μιλούμε συγχρόνως και για τον κόσμο. Είναι αδύνατο να υπάρχει ο Θεός χωρίς συγχρόνως να υπάρχει ο χρόνος και ο κόσμος με κάποια μορφή όπως αυτή του ιδεατού κόσμου της αιώνιας δημιουργίας.
Αυτό δεσμεύει την ελευθερία του Θεού. Τη δεσμεύει οντολογικά και αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα που δημιουργούν ο Φίλων και ο Ωριγένης. έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος ώστε η σχέση του θεού και του κόσμου να είναι μια σχέση θετική όπως είδαμε στον Ειρηναίο, και να μην είναι σχέση αναγκαστική για τον Θεό. Δηλαδή ο κόσμος να μην υπάρχει γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, - γιατί ο Ίδιος ο Θεός τον έχει αιωνίως μέσα του,- αλλά να είναι δημιούργημα ελεύθερο.
Αυτό το εξέφρασαν οι Πατέρες αντιτιθέμενοι ακριβώς σ' αυτές τις ιδέες τις πλατωνικές με την έννοια της δημιουργίας εκ του μηδενός. Ο κόσμος λοιπόν δεν είναι απλώς μόνο δημιούργημα του Ιδίου του Θεού, δεν είναι αρκετό αυτό να το πούμε εναντίον των Γνωστικών, αλλά πρέπει να πούμε ότι είναι και δημιούργημα εκ του μηδενός εναντίον των Πλατωνικών και Νεοπλατωνικών.